- εὐάροτος
- εὐάροτοςwell-ploughedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάροτος — εὐάροτος και εὐάροτρος, ον (Α) ο οργωμένος καλά ή αυτός που εύκολα μπορεί να καλλιεργηθεί («αὖλαξ εὐάροτος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άροτος (< αρώ «οργώνω»)] … Dictionary of Greek
εὐάροτον — εὐάροτος well ploughed masc/fem acc sg εὐάροτος well ploughed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρότοιο — εὐάροτος well ploughed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρότοισι — εὐάροτος well ploughed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρότου — εὐάροτος well ploughed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαροτρίαστος — εὐαροτρίαστος, ον (Α) ευάροτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αροτριάζω] … Dictionary of Greek